- ολοβάπτισμα
- τοτο βάπτισμα που γίνεται με πλήρη κατάδυση στο νερό, όπως είναι το βάπτισμα τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε αντιδιαστολή προς αυτό που γίνεται με ράντισμα, όπως είναι το βάπτισμα τών Δυτικών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολοβαπτιστής — ο (κυρίως στον πληθ.) οι ολοβαπτιστές αυτοί που παραδέχονται και. τηρούν το ολοβάπτισμα ως κανονικό τρόπο βάπτισης, όπως oι Ορθόδοξοι … Dictionary of Greek